- ορρωδώ
- (ε) αμετ. уст. бояться; не решаться;
δεν ορρωδεί προ ούδενός — он ни перед чем не останавливается
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
δεν ορρωδεί προ ούδενός — он ни перед чем не останавливается
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ορρωδώ — (ΑΜ ὀρρωδῶ, έω, Α ιων. τ. ἀρρωδέω) 1. ζαρώνω από φόβο μπροστά σε κάποιον, φοβάμαι, τρέμω 2. δειλιάζω, λιποψυχώ, διστάζω, αμφιταλαντεύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ρ. άγνωστης ετυμολ. Οι αρχαίοι λεξικογράφοι συνέδεσαν το ρ. με τις λ. ὄρρος «οπίσθια, γλουτοί» και … Dictionary of Greek
ὀρρωδῶ — ὀρρωδέω dread pres subj act 1st sg (attic epic doric) ὀρρωδέω dread pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης … Dictionary of Greek
καταρρωδώ — καταρρωδῶ, έω (Α) (ιων. τ. τού κατορρωδώ) φοβάμαι πολύ, τρομάζω («καταρρωδήσας τὸν ὄνειρον ἄγεται μὲν τῷ παιδὶ γυναῑκα», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὁρρωδῶ «τρομάζω»] … Dictionary of Greek
κατορρωδώ — κατορρωδῶ, έω, ιων. τ. καταρρωδέω (Α) φοβάμαι υπερβολικά («διὰ τὸ κατορρωδεῑν τὸν ἔξω κίνδυνον τῷ πολλαπλασίους εἶναι τοὺς ὑπεναντίους», Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὀρρωδῶ / ιων. τ. ἀρρωδῶ «φοβάμαι»] … Dictionary of Greek
ορρωδέως — ὀρρωδέως (Α) επίρρ. (κατά τον Ησύχ.) «ἐμφόβως». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ορρωδώ] … Dictionary of Greek
ορρωδία — η (ΑΜ ὀρρωδία και Α ιων. τ. ἀρρωδίη) [ορρωδώ] 1. τρόμος, φόβος, δέος 2. έλλειψη θάρρους και αποφασιστικότητας, δειλία, ατολμία, δισταγμός, ενδοιασμός … Dictionary of Greek
υπερορρωδώ — και ιων. τ. ὑπεραρρωδῶ, έω, Α φοβάμαι υπερβολικά για κάποιον ή για κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ὀρρωδῶ / ἀρρωδῶ «δειλιάζω, φοβάμαι»] … Dictionary of Greek
υπορρωδώ — έω, Α φοβάμαι λίγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ὀρρωδῶ «φοβάμαι»] … Dictionary of Greek